Ο όρος 'driving while intoxicated' παραπέμπει στον όρο 'DWI'. Θα τον βρείτε σε μία ή περισσότερες από τις παρακάτω γραμμές.'driving while intoxicated' is cross-referenced with 'DWI'. It is in one or more of the lines below.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
DWI n uncountable, written, initialism (driving while intoxicated)οδήγηση σε κατάσταση μέθης περίφρ
DWI n informal, countable, initialism (conviction for driving while intoxicated)πρόστιμο γιατί οδηγούσα μεθυσμένος περίφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση driving while intoxicated στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «driving while intoxicated».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!